- στοιχειοθετικός
- η , ό[ν] полигр, наборный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στοιχειοθετικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στοιχειοθεσία ή στον στοιχειοθέτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχειοθέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
στοιχειοθετικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη στοιχειοθεσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)